- δυναμομηχανή
- ημηχανή που παράγει ηλεκτρικό ρεύμα με τη μετακίνηση αγωγού σε μαγνητικό πεδίο, το δυναμό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναμοφάρος — ο (ηλεκτρολ.) μικρή ηλεκτρική γεννήτρια που λειτουργεί με δυναμομηχανή και χρησιμοποιείται για τον φωτισμό αυτοκινήτων … Dictionary of Greek
φαραδισμός — ο (ιατρ.), η χρησιμοποίηση ασθενούς εναλλασσόμενου ρεύματος που παράγεται με ειδική δυναμομηχανή για τη θεραπεία νευρικών παθήσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)